Σχόλια-αποσπάσματα:
Από την ομιλία της
κ.
Αποστολίας Φωτιάδου, Σχολικής Συμβούλου των φιλολόγων, στην
παρουσίαση του βιβλίου
στις Σέρρες 27-2-2002.
«…
Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει το
βιβλίο, είναι μια ποικιλία από αισθαντικές και διεισδυτικές
παρατηρήσεις, συναισθηματικού, παιδαγωγικού ή κοινωνικού
περιεχομένου, που διαπλέκονται φυσικά και αβίαστα με την
περιγραφή των παιχνιδιών και δίνουν την ατμόσφαιρα που
επικρατούσε κατά το παίξιμό τους, επισημαίνουν τη χρησιμότητά
τους ή ερμηνεύουν τη λειτουργία τους…
Με
όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, το βιβλίο ξεφεύγει από τα όρια μιας
απλής συλλογής παιχνιδιών από μια εποχή περασμένη, που και αυτό
να ήταν δεν θα έλειπε η αξία του, παύει όμως να είναι μια
μνημειακή καταγραφή. Δεν είναι μόνο καταγραφή της παράδοσης για
να μην ξεχαστεί. Δεν είναι καταγραφή βιωμάτων, έτσι για να
μείνουν να τα διαβάζει απλώς και να περνάει ο κόσμος την ώρα
του. Έτσι όπως είναι γραμμένο το βιβλίο, αναδεικνύεται σε ένα
σπουδαίο πρωτογενές ιστορικό υλικό, χρήσιμο για τον ερευνητή που
θα ήθελε να μελετήσει την παιδική ηλικία, τους τρόπους, τα μέσα
και τις κατευθύνσεις που χρησιμοποιούσε μια κοινωνία σε μια
ορισμένη εποχή για να κοινωνικοποιήσει τα παιδιά της…
Τέλος
για το δάσκαλο μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο
δουλειάς, καθώς του δίνει πλούσιο υλικό με το οποίο μπορεί να
ζωντανέψει και να ομορφήνει τη σχολική ζωή, δημιουργώντας για
τους μαθητές του ευκαιρίες για μια πλούσια συναισθηματική ζωή,
προσωπικά βιώματα και εμπειρίες που θα του χρησιμεύσουν ως
οδηγός για την κατοπινή του ζωή…».
Σημειώσεις του συγγραφέα
1.
Από την παρουσίαση του
βιβλίου στις Σέρρες (27-2-2002)
«… Όταν πρωτοδούλεψα ως καθηγητής, στις αρχές της δεκαετίας του
60, διάβασα, κάπου στον τύπο, την περιγραφή ενός παιχνιδιού της
αρχαίας Ελλάδας. Πιθανολογώ ότι το διάβασα στη στήλη «ΒΟΡΕΙΟΣ»
της Μακεδονίας. Ήταν η περιγραφή ίδια μ’ αυτήν που θα έγραφε
κάποιος αν έγραφε για ένα συγκεκριμένο παιχνίδι του χωριού μου,
το παιχνίδι ’τ’ς τρεις
πέτρα. Με συγκλόνισε η σκέψη ότι το παιχνίδι αυτό παιζόταν
στον τόπο μας χιλιάδες χρόνια και οι τελευταίοι που το έπαιξαν
είμαστε εμείς, τα παιδιά της γενιάς μου. Συνειδητοποίησα τότε
ότι ο κόσμος άλλαξε σελίδα, κι από τότε με απασχολούσε να γράψω
κάτι γι’ αυτό το παιχνίδι. Για να ειπωθεί ότι το παίζαμε κι
εμείς, για να περάσει και στις καινούργιες σελίδες του κόσμου
μας, έστω μόνο γραμμένο στο χαρτί…
Εκεί λοιπόν στην Αγία Παρασκευή, οι γονείς παλιότερα δεν
ήξεραν να πουν στα παιδιά τους το αρχαίο «κείνο που μισείς μην
το κάνεις στους άλλους», δεν ήξεραν ή ίσως δεν είχαν ακούσει το
χριστιανικό «κάνε στους άλλους ό,τι θέλεις να κάνουν εκείνοι σε
σένα». Δεν είχαν βέβαια και βιβλία πολιτικής αγωγής για να πουν
στα παιδιά τους για τους μηχανισμούς της εξουσίας, ούτε για τη
διαχείριση της εξουσίας. Τους τα έμαθαν όμως όλα αυτά με ένα
απλό, ένα φαινομενικά απλοϊκό και σκληρό παιχνίδι, το
Ξύλου, λουρί, διατάζ(ει)».
2. Τα
παιδιά των Βισαλτών κράτησαν ζωντανά και παιχνίδια που οι
ερευνητές τα θεωρούσαν ότι σταμάτησαν να παίζονται πριν από
πολλά χρόνια. Είναι π.χ. το παιχνίδι της σβούρας με το μαστίγιο,
που θεωρούσαν ότι σταμάτησε να παίζεται πριν από την εποχή του
Μεγάλου Βασιλείου, είναι και το «κουμπί»,
που κι αυτό το παίζαμε στον τόπο μας.
3. Στο
βιβλίο υπάρχει πίνακας παιχνιδιών μας (59) που είναι παρόμοια ή
ίδια με τα παιχνίδια της Αρχαίας Ελλάδας, όπως είναι τα
παιχνίδια «Η γρούνα»
[πρόδρομος του χόκει], «’τ’ς
τρεις πέτρα» κ.ά.
H
αναφορά των ονομάτων για τόπους εκτός της Νιγρίτας και της
Τερπνής γίνεται με τους συμβολισμούς:
■
στην υπόλοιπη Βισαλτία,
□ στο υπόλοιπο του Ν. Σερρών,
◘ στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Διαδικασίες
Γενικά
Βασικό συστατικό όλων των παιχνιδιών ήταν οι διαδικασίες με τις
οποίες κατανέμονταν οι ρόλοι, καθοριζόταν κάθε φορά η σειρά
προτεραιότητας για τη συμμετοχή στο παιχνίδι και συγκροτούνταν
οι ομάδες. Οι διαδικασίες αυτές άλλοτε στηρίζονταν μόνο στην
τύχη, οπότε γίνονταν κληρώσεις με διάφορους τρόπους, άλλοτε
στηρίζονταν στις ικανότητες του κάθε παιδιού ή μόνο στις
ικανότητες των αρχηγών. Σε κάθε παιχνίδι, αυτοί που είχαν την
καθολική αναγνώριση, ως οι καλύτεροι, οι αρχηγοί, αναλάμβαναν
και κινούσαν αυτές τις διαδικασίες.
Το αποτέλεσμά τους ήταν γενικώς αποδεκτό από όλα τα παιδιά, αφού
η αποδοχή τους ήταν όρος για συμμετοχή στα παιχνίδια. Παρ’ όλα
αυτά μερικές φορές οι ζαβολιάρηδες, οι
χιλιντζέδις, δεν
αποδέχονταν τα αποτελέσματά τους και βρίσκοντας διάφορες
προφάσεις χαλνούσαν τα παιχνίδια για να αποφύγουν τις δυσάρεστες
γι’ αυτούς εξελίξεις. Η διακοπή του παιχνιδιού, το
χάλασμα, δε
γινόταν μόνο στις διαδικασίες. Οι
χιλιντζέδις το
χαλνούσαν και όταν ήθελαν να αποφύγουν τα δύσκολα. Πλήρωναν όμως
αυτή τους τη συμπεριφορά. Η ομάδα, όταν μπορούσε, τους εξαιρούσε
από τα παιχνίδια της….
…
Διαδικασίες κλήρωσης
…
δ΄. Τα
λαχνίσματα (■ μοίρασμα,
μέτρημα)
Στα λαχνίσματα απαγγέλονταν ένας λαχνός, μια σειρά λέξεων δηλαδή
που πολλές φορές δεν είχαν εμφανές νοηματικό περιεχόμενο.
Για
την επιλογή ενός παιδιού, αφού έμπαιναν τα παιδιά σε μια κυκλική
σειρά, ο αρχηγός της ομάδας
μοίραζε, άρχιζε
δηλαδή την
απαγγελία και αντιστοίχιζε σε κάθε παίχτη μία λέξη ή μια
καθορισμένη ομάδα συλλαβών και επιλεγόταν αυτός στον οποίο έληγε
η απαγγελία…
Τα πιο
συνηθισμένα λαχνίσματα ήταν:
1.
Το κοκράνι πρέπει να το βάλω, εις τας χείρας τον πλευρό, άρα
φασολή, κουφέτα ρασολή, το κοκράνι…
10.
Α μπε μπι μπλομ, του κείθι μπλομ[[1]],
α μπε μπι μπλομ, του κείθι μπλομ, ο μπουμ, έβγατα φύλα τα, εσύ
που είσαι το καλό παιδί...
[1]
Παραφθορά της αρχαίας φράσης «Ἀπεμπολῶν
τοῦ κεῖθι, ἐμβολῶ»,
την οποία εκφωνούσαν οι στρατιώτες στην εκπαίδευσή τους
σε μια άσκηση με την οποία μοιάζει το παιχνίδι «Σαμουλαδίκα».
Οι στρατιώτες στην άσκηση αυτή απειλούσαν τους
αντιπάλους τους, ότι αν τους απωθήσουν τότε θα τους
εμβολίσουν με το δόρυ τους. (Κοτρίδης Ηλίας, αξιωματικός
ε.α., συγγραφέας του βιβλίου ΤΟ ΡΟΥΠΕΛ).
Επιλογή από τα παιχνίδια
Γρούνα,
η
Άλλα ονόματα: ■
«η μπίσκα», □ «ο
σβέντζους»
Παιχνίδι μιας ολιγάριθμης ομάδας παιδιών. Η
μάνα προσπαθούσε με
τσιουμακιές να βάλει
ένα κονσερβοκούτι, τη
γρούνα, σε μια μικρή λακκούβα, ενώ οι άλλοι παίχτες
επιδίωκαν το αντίθετο. Το όνομα του παιχνιδιού, παρόλο που το
συσχετίζαμε με το μάζεμα του γουρουνιού στο
κουμάσ(ι), πρέπει να
προέρχεται από την αλλοίωση της αρχαίας ελληνικής λέξης γρώνα ή
γρώνη, που σημαίνει λάκκος, λακκούβα. Εξάλλου και η λέξη
γουρούνι την ίδια προέλευση έχει.
Μόλις οριζόταν η σύνθεση της ομάδας, οι παίχτες άνοιγαν
ισάριθμες μ’ αυτούς τρύπες σε έναν κύκλο που είχε ακτίνα γύρω
στα δυο μέτρα. Τη μία την άνοιγαν στο κέντρο και τις άλλες στην
περιφέρειά του. Η κεντρική τρύπα ήταν πάντα πιο μεγάλη και πιο
βαθιά, αφού προοριζόταν για την υποδοχή της
γρούνας, ενώ οι
περιφερειακές, που χρειάζονταν μόνο για να ορίζουν τις θέσεις
για τα τσιουμάκια,
ήταν ρηχές και μικρές με διάμετρο γύρω στη μισή πιθαμή.
Το παιχνίδι άρχιζε ουσιαστικά με την διαδικασία ανάθεσης του
ρόλου της μάνας, που
ήταν και ανεπιθύμητος ρόλος. Στην αρχή οριζόταν μια γραμμή
αφετηρίας σε απόσταση λίγων μέτρων από τον κύκλο με τις
λακκούβες. Στη συνέχεια οι παίχτες παρατάσσονταν στη γραμμή,
έχοντας τα τσιουμάκια
ακουμπισμένα πάνω στη γραμμή. Μόλις δινόταν το σύνθημα για
ξεκίνημα, έτρεχαν όλοι στις λακκούβες και προσπαθούσαν να
κατοχυρώσουν από μία ως δική τους, ακουμπώντας μέσα τους τα
τσιουμάκια τ’ς. Για
τον τελευταίο παίχτη βέβαια έμενε η κεντρική τρύπα και
αναλάμβανε το ρόλο της
μάνας.
Το γεγονός ότι συνήθως κάποια λακκούβα τη διεκδικούσαν
περισσότερα από ένα παιδιά, δημιουργούσε μικρομπερδέματα και
μικροκαβγάδες, για το ποιος είχε την πρωτιά ανάμεσά τους.
Μικροκαβγάδες που έδιναν την ευκαιρία στους πιο αργούς να
κατοχυρώσουν τις ελεύθερες λακκούβες. Έτσι ο ανεπιθύμητος ρόλος
της μάνας δεν
κατέληγε μόνο στους αργούς αλλά και σ’ αυτούς που έμπλεκαν σε
αμφισβητήσεις.
Σε κάθε περίπτωση οι διαφορές στις διεκδικήσεις αίρονταν με
απόφαση της ομάδας, που ήταν τελεσίδικη. Όποιος δεν αποδέχονταν
την απόφαση της ομάδας αποβαλλόταν από το παιχνίδι, γεγονός που
επηρέαζε τις επιλογές και στα άλλα παιχνίδια. Τα τελευταία
χρόνια που παιζόταν το παιχνίδι, η διαδικασία επιλογής της
μάνας απλοποιήθηκε
και γινόταν με κάποιο λάχνισμα, το
κοκράνι ή το
κουμπανιάντις.
Αμέσως μετά την κατανομή των παιχτών στις λακκούβες, άρχιζε το
κυρίως παιχνίδι. Έριχναν τη
γρούνα κοντά στην
περιφέρεια του κύκλου με τις λακκούβες και προσπαθούσε η
μάνα με
τσιουμακιές να
οδηγήσει τη γρούνα
στην κεντρική λακκούβα, ενώ οι άλλοι παίχτες προσπαθούσαν, με
ξαφνικά χτυπήματα πάνω στη
γρούνα για το
αντίθετο. Η κατάληξη της
γρούνας στην κεντρική λακκούβα σήμαινε το τέλος της φάσης
του παιχνιδιού, και οι παίχτες άλλαζαν τρύπες. Σε αυτήν την
αλλαγή δινόταν ευκαιρία στη
μάνα να απαλλαγεί από
το ρόλο της, αν προλάβαινε να δεσμεύσει μια περιφερειακή τρύπα.
Το παιχνίδι αποκτούσε ενδιαφέρον από το γεγονός ότι η
μάνα μπορούσε να
απαλλαχθεί από το ρόλο της, πριν οδηγήσει τη
γρούνα στη λακκούβα,
αν κατόρθωνε να βάλει το
τσιουμάκι τ’ς σε κάποια περιφερειακή λακκούβα τη στιγμή που
ο αντίστοιχος παίχτης χτυπούσε τη
γρούνα. Από την άλλη
μεριά όμως, αφήνοντας τη
γρούνα αφύλαχτη, κινδύνευε να του τη διώξουν ξανά μακριά.
Ανάλογο με το δίλημμα της
μάνας είχαν και οι άλλοι παίχτες. Στην προσπάθειά τους να
χτυπήσουν τη γρούνα
κινδύνευαν να χάσουν την αφύλαχτη λακκούβα τους από τη
μάνα και να αναλάβουν
το ρόλο της. Γι’ αυτό τα χτυπήματα της
γρούνας από κάθε
παίχτη ήταν στιγμιαία.
Σκίτσο
Θανάση Δεληγιάννη
Το παιχνίδι τέλειωνε ανάλογα με τα κέφια της ομάδας, που συνήθως
δεν έλλειπαν. Το συνηθισμένο τέλος όμως ερχόταν με την ώρα για
φαγητό ή με το τέλος της ημέρας.
Στην αρχαία Ελλάδα παιζόταν ανάλογο παιχνίδι με σφαῖρα.
Σημείωση από το
παράρτημα της 2ης έκδοσης:
Το όνομά του στην αρχαία Ελλάδα ήταν «τὸ
κερητίζειν».
Το αρχαίο «κερητίζειν»,
προσθήκη για παραλληλισμό με τη «γρούνα»:
(Από
το βιβλίο του Χρήστου Δ. Λάζου, «Παίζοντας στο χρόνο», σ. 304)
Τσιλίκ(ι)τσιουμάκ(ι),
το
Άλλο
όνομα: ■ η τρύπα
Ήταν παιχνίδι δυο
ολιγάριθμων ομάδων με το
τσιλίκ(ι).
Για
το παιχνίδι χρειαζόταν ένα
τσιλίκ(ι), ένα
τσιουμάκ(ι), δηλαδή
ένα κοινό ραβδί (◘ το τσιλικοτάρι), την
τρύπα, δηλαδή μια
μικρή στενόμακρη λακκουβίτσα, όπου στηνόταν το
τσιλίκ(ι), ανοιχτωσιά
για το παιχνίδι, και κέφι που δεν έλειπε ούτε στις πιο δύσκολες
ώρες.
Η συγκρότηση των
ομάδων και η πρωτιά στο παιχνίδι καθορίζονταν με μια από τις
γνωστές διαδικασίες, συνήθως το
πουδάρ(ι). Αυτοί που
κέρδιζαν την πρωτιά, οι χειριστές, άρχιζαν το παιχνίδι πετώντας
το τσιλίκ(ι) από την
τρύπα, ενώ οι άλλοι
προσπαθούσαν να πιάσουν το
τσιλίκ(ι) στον αέρα ή
επέστρεφαν το τσιλίκ(ι)
προσπαθώντας να χτυπήσουν μ’ αυτό το
στρουμένου τσιουμάκ(ι).
Σε όλες τις φάσεις του παιχνιδιού, μέχρι την ανάδειξη του
νικητή, ο παράγοντας τύχη έπαιζε από ασήμαντο έως μηδενικό ρόλο.
Την εξέλιξη του παιχνιδιού την προσδιόριζαν κυρίως τέσσερις
παράγοντες. Από την πλευρά των χειριστών η δύναμή τους στις
βολές με το τσιλίκ(ι)
και η δεξιοτεχνία τους στα χτυπήματά του με το
τσιουμάκ(ι).
Από την πλευρά της άλλης ομάδας ήταν η ικανότητά τους να
πιάνουν το τσιλίκ(ι)
στον αέρα και η ευστοχία τους όταν έριχναν το
τσιλίκ(ι) για την
επιστροφή.
Το
παιχνίδι άρχιζε ουσιαστικά ο αρχηγός της ομάδας που κέρδιζε την
πρωτιά. Έστηνε το τσιλίκ(ι)
κάθετα πάνω στην τρύπα και τοποθετώντας το
τσιουμάκ(ι) κατάλληλα
έριχνε το τσιλίκ(ι)
όσο μακρύτερα μπορούσε. Οι παίχτες της άλλης ομάδας, εκτιμώντας
τις διαθέσεις και τις δυνατότητες του χειριστή σκορπούσαν
ανάλογα, με στόχο να πιάσουν το
τσιλίκ(ι) στον αέρα.
Αν το έπιαναν καιγόταν ο χειριστής και αναλάμβανε ο επόμενος της
ομάδας. Αν δεν το έπιαναν, είχαν και δεύτερη ευκαιρία για να τον
κάψουν. Για το λόγο
αυτό, ο χειριστής
έστρουνι το τσιουμάκ(ι)
τ’, το έβαζε δηλαδή
πίσω, κοντά και κάθετα στην τρύπα, ενώ ο πιο εύστοχος στις
βολές της άλλης ομάδας έριχνε το
τσιλίκ(ι) για να
χτυπήσει το τσιουμάκ(ι).
Η επιτυχία στη βολή αυτή τερμάτιζε τον ρόλο του χειριστή, ενώ
αντίθετα η αποτυχία έδινε στο χειριστή τη δυνατότητα να περάσει
στην επόμενη φάση του παιχνιδιού. Το σημείο από το οποίο έριχναν
το τσιλίκ(ι) στην
προηγούμενη περίπτωση, οριζόταν κάθε φορά από το σημείο στο
οποίο τέμνονταν η προέκταση της
τρύπας και η κάθετη
προς αυτήν από τη θέση στην οποία έπεφτε το
τσιλίκ(ι).
Με τον ίδιο τρόπο προσδιόριζαν για το
τσιλίκ(ι) και την
απόσταση του από την
τρύπα σε κάθε περίπτωση.
Στη
δεύτερη φάση ο χειριστής έστηνε μέσα στην τρύπα το
τσιλίκ(ι), ώστε να
προεξέχει λίγο με κάποια κλίση και το χτυπούσε στην άκρη του,
ώστε να αναπηδήσει περιστρεφόμενο. Όταν ήταν στον αέρα
προσπαθούσε να το χτυπήσει με απλό χτύπημα για να το πάει όσο
πιο μακριά μπορούσε. Στη συνέχεια επιχειρούσε άλλες δυο φορές να
το απομακρύνει. Για το σκοπό αυτό το χτυπούσε σε μια του άκρη,
αυτή που ήταν πιο βολική, χωρίς να μπορεί να το ταιριάξει για να
πετύχει αναπήδηση. Αν κατάφερνε να το σηκώσει το απομάκρυνε
χτυπώντας το, όπως την πρώτη φορά, όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Αν μετά τις τρεις προσπάθειες το
τσιλίκ(ι) βρισκόταν
κοντά στην τρύπα τόσο ώστε η απόστασή του από την τρύπα να
καλύπτεται, από κάποιον παίκτη της αντίπαλης ομάδας με
αμπήδμα ’τ’ς μία,
τότε ο χειριστής
καιγόταν. Γι’ αυτό το πρώτο μέλημα κάθε χειριστή σ’ αυτήν τη
φάση ήταν να ξεπεράσει το όριο αυτό και μετά ήταν η επίδοση, η
τελική δηλαδή απόσταση από την τρύπα. Όπως και στην πρώτη φάση,
η κάθετος από την τελική θέση που είχε το
τσιλίκ(ι) προς την
προέκταση της τρύπας, καθόριζε το σημείο από το οποίο μετρούσαν
την απόσταση για τον υπολογισμό της επίδοσης. Οι τεχνίτες
χειριστές, αν το πρώτο χτύπημά τους ήταν πετυχημένο, στη
συνέχεια επιχειρούσαν να κάνουν
τσιλικάκια. Στη
δεύτερη δηλαδή και στην τρίτη προσπάθεια, πριν από το χτύπημα
της απομάκρυνσης, χτυπούσαν όσες φορές μπορούσαν το
τσιλίκ(ι) στον αέρα.
Αυτό τους έδινε πλεονέκτημα, επειδή για την τελική επίδοση
πολλαπλασιαζόταν η απόσταση που πετύχαιναν για το
τσιλίκ(ι) με τον
συνολικό αριθμό που πετύχαιναν στα
τσιλικάκια. Η
προσπάθεια του χειριστή ολοκληρώνονταν με την καταγραφή της
επίδοσής του. Οι τεχνίτες του παιχνιδιού πολλές φορές έκαναν
άλλη συμφωνία για τα
τσιλικάκια. Δεν πολλαπλασίαζαν την επίδοσή τους με τα
τσιλικάκια που έκαναν
στη δεύτερη φάση, αλλά χτυπούσαν το
τσιλίκ(ι), αντί τρεις
φορές, τόσες φορές επί πλέον όσα και τα
τσιλικάκια που
έκαναν.
Παίζοντας
τσιλίκ(ι)-τσιουμάκ(ι)
Ήταν θέμα συμφωνίας αν στη δεύτερη φάση θα είχε
πιάσ(ι)μου ή όχι.
Στην περίπτωση που είχε, αν πετύχαιναν οι παίχτες της άλλης
ομάδας να πιάσουν το
τσιλίκ(ι), μόνο στη βολή της απομάκρυνσης και όχι όταν
γίνονταν τα τσιλικάκια,
καιγόταν ο χειριστής όπως και στην πρώτη φάση.
Στη
συνέχεια του παιχνιδιού αναλάμβανε ο επόμενος παίχτης της ομάδας
κοκ. Το άθροισμα των επιδόσεων όλων των παιχτών της ομάδας
αποτελούσε την επίδοση της ομάδας. Αν η επίδοση της ομάδας
ξεπερνούσε εμφανώς το συμφωνημένο όριο, π.χ. 200 βήματα,
ανακηρύσσονταν η ομάδα νικήτρια, αλλιώς αναλάμβανε το χειρισμό ή
άλλη ομάδα και συγκρίνονταν οι επιδόσεις. Όταν οι επιδόσεις ήταν
παραπλήσιες, για να αποφεύγονται οι
χιλιντζέδις στο
μέτρημα, ξαναμετρούσαν τις αποστάσεις με το
τσιουμάκ(ι). Στην
Αγία Παρασκευή, για ευκολία στο μέτρημα, κάθε δέκα
τσιουμάκια ήταν μια
καντζιάρα, αντί μια
δεκάδα, και τις αποστάσεις τις μετρούσαν σε
καντζιάρις. Και στις
μετρήσεις αυτές δεν αποφεύγονταν οι
χιλιντζέδις, όταν το
τσιουμάκ(ι) δεν το
έστρωναν καλά στο έδαφος και οι άκρες του τοποθετούνταν σε
κοντινότερα σημεία. Γι’ αυτό πιο σίγουρος τρόπος ήταν η μέτρηση
με το πουδάρ(ι), έστω
κι αν αυτό ήταν χρονοβόρα διαδικασία.
Μετά την ανακήρυξη του νικητή περνούσαν στην τελευταία φάση,
στην καβάλα. Ο
καλύτερος χειριστής των νικητών, έστηνε το
τσιλίκ(ι) στην τρύπα,
όπως στην πρώτη φάση και το πετούσε όσο μακριά μπορούσε.
Κατά κανόνα στη φάση αυτή δεν είχε
πιάσ(ι)μου και η
απόσταση βολής καθόριζε την
καβάλα, που χαίρονταν
βέβαια οι νικητές και υπέμεναν οι ηττημένοι ελπίζοντας σε
καλύτερη συνέχεια.
Μετά την καβάλα
αναλάμβαναν το ρόλο των χειριστών οι ηττημένοι και συνεχιζόταν
το παιχνίδι μέχρι που κρατούσαν τα κέφια της ομάδας. Πάντα
βέβαια με την προϋπόθεση ότι και οι δυο ομάδες είχαν ίσες
ευκαιρίες.
Σημειώνεται ότι στο Χουμνικό, για τους τεχνίτες του παιχνιδιού,
καθόριζαν στη δεύτερη φάση του παιχνιδιού και πρόσθετες
δυσκολίες στα χτυπήματα. Καθόριζαν τρεις τρόπους για να χτυπούν
το τσιλίκ(ι) στο
πρώτο χτύπημα, δίνοντας παράλληλα και διαφορετικούς συντελεστές
για τις επιδόσεις. Ήταν
στου ίσιου, στου μηρί και
στουν κώλου.
Στου ίσιου
ήταν ο τρόπος που περιγράφηκε πιο πάνω.
Στου μηρί ήταν ο
αμέσως δυσκολότερος.
Πρώτα περνούσε ο παίχτης το χέρι του κάτω από τον μηρό, χτυπούσε
το τσιλίκ(ι) για
αναπήδηση, ύστερα έφερνε το
τσιουμάκ(ι) στην
κανονική θέση, από την οποία χτυπούσε το
τσιλίκ(ι) για την
απομάκρυνσή του.
Στουν κώλου ήταν
ο πιο δύσκολος τρόπος, γιατί ο παίχτης περνούσε πρώτα το χέρι
του κάτω από τα δυο του πόδια, χτυπούσε το
τσιλίκ(ι) για
αναπήδηση και στη συνέχεια από την κανονική θέση το χτυπούσε για
την απομάκρυνση.
’Τ’ς
τρεις πέτρα
Άλλα ονόματα:
■
«τα τουρλιά, τρεις πέτρις», □
«η ιξώπιτρα, τα σ(η)μάδια»,
◘
«τα ρούμπαλα».
Παιχνίδι για αγόρια, που το έπαιζαν σε ανοιχτωσιές αφού
χωρίζονταν σε δυο ολιγομελείς ομάδες. Ήταν το συνηθέστερο
παιχνίδι των αγοριών όταν βοσκούσαν στον κάμπο τα ζώα του
σπιτιού.
Ως υλικά για το παιχνίδι χρειάζονταν έξι στενόμακρες πέτρες, που
χρησιμοποιούνταν ως στόχοι και πολλές μικρές πέτρες ως βολίδες,
τουλάχιστο τριπλάσιες από τον αριθμό των παιχτών. Όλες οι
πέτρες, στόχοι ή βολίδες, είχαν μέγεθος που καθοριζόταν από τις
δυνατότητες των παιχτών. Οι βολίδες έπρεπε να ρίχνονται άνετα
από τους παίχτες και να είναι αποτελεσματικές στις κρούσεις με
τις πέτρεςστόχους. Οι πέτρεςστόχοι έπρεπε να είναι αρκετά
μεγάλες, για να είναι καλοί στόχοι, έπρεπε όμως και να
ανατρέπονται με τα χτυπήματα των βολίδων.
Η κάθε ομάδα έστηνε στην περιοχή της τις δικές της
πέτρεςστόχους πάνω στην ίδια νοητή ευθεία γραμμή με τις
πέτρεςστόχους της άλλης ομάδας. Οι πέτρεςστόχοι
της ίδιας ομάδας απείχαν μεταξύ τους δυο έως τρία βήματα, ενώ
των δυο ομάδων ήταν σε απόσταση που καθοριζόταν από τις
δυνατότητες βολής των παιχτών. Δεν ήταν πολύ κοντά, γι’ αυτό και
δεν ήταν εύκολοι στόχοι. Δεν ήταν όμως και πολύ μακριά και
ανατρέπονταν με εύστοχες και δυνατές βολές.
Οι παίχτες της κάθε ομάδας, με σειρά προτεραιότητας που
καθοριζόταν με τις γνωστές διαδικασίες, εναλλάσσονταν ανά ένας
στις βολές και έριχνε ο καθένας από τρεις βολίδες, με στόχο να
ανατρέψει τις πέτρεςστόχους της αντίπαλης ομάδας. Η ευστοχία
των παιχτών και η δύναμη στις βολές τους ήταν οι παράγοντες που
καθόριζαν την εξέλιξη του παιχνιδιού και ξεχώριζαν το νικητή.
Νικούσε η ομάδα που πετύχαινε πρώτη να ανατρέψει όλες τις πέτρες
της αντίπαλης ομάδας.
Σκίτσο
Απόστολου Σφετκόπουλου
Οι νικητές πέρα από την ικανοποίηση, που τους έδινε η πρωτιά στη
δύναμη και στην ευστοχία, απολάμβαναν και το έπαθλο της
καβάλας. Τους
έπαιρναν καβάλα οι
ηττημένοι και τους πήγαιναν βόλτα σε καθορισμένη από πριν
διαδρομή, που συνήθως ήταν από τη θέση της μιας ομάδας έως τη
θέση της άλλης. Μετά την
καβάλα το παιχνίδι επαναλαμβανόταν με αλλαγή των θέσεων.
Εξισορροπούσαν έτσι τυχόν διαφορές που υπήρχαν στο μέγεθος, στο
σχήμα και στο στήσιμο των στόχων. Το παιχνίδι τέλειωνε χωρίς
χρονόμετρα και διαιτητές, όταν τέλειωναν τα κέφια για παιχνίδι
και πάντα με την προϋπόθεση ότι και δυο ομάδες είχαν ίσες
ευκαιρίες.
Το παιχνίδι παιζόταν ακριβώς το ίδιο στην αρχαία Ελλάδα.
Σαμουλαδίκα,
η
Άλλο όνομα: ■ το σμπρουξίτ(ι)
Παιχνίδι αγοριών
στο οποίο κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η δύναμη, η τεχνική και ο
συντονισμός των παιχτών. Παιζόταν από δυο ομάδες, με πάνω από
τρία παιδιά η κάθε μια.
Η
συγκρότηση των ομάδων γινόταν με το
πουδάρ(ι). Αμέσως
μετά τη συγκρότηση των ομάδων, τα παιδιά έμπαιναν αντιμέτωπα σε
μια σειρά και κολλητά σε κάποιον τοίχο, με τους αρχηγούς στην
πρώτη θέση. Ο στόχος ήταν η μια ομάδα να απωθήσει την άλλη με
σπρώξιμο. Επειδή οι ομάδες ήταν περίπου ισοδύναμες, ο πρώτος στη
σειρά της κάθε ομάδας προσπαθούσε να αδυνατίσει την άλλη ομάδα
βγάζοντας από τη σειρά τον πρώτο παίχτη της. Στην προσπάθεια
αυτή δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιηθούν χέρια. Επιτρεπόταν μόνο
οι κινήσεις του σώματος, των ώμων και των ποδιών. Ο κάθε παίχτης
που απομακρυνόταν από τον τοίχο αποσυρόταν από το παιχνίδι,
μέχρι που ξανάρχιζε το παιχνίδι από την αρχή.
Το
παιχνίδι τέλειωνε, όταν οπισθοχωρούσε η μια ομάδα ή όταν
απομακρύνονταν όλοι οι παίχτες μιας ομάδας από τον τοίχο.
Σκίτσο
Θανάση Δεληγιάννη
Το
παιχνίδι παιζόταν τις κρύες και κυρίως τις βροχερές μέρες του
χειμώνα. Όταν δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να παίξουν κυνηγητό για
να ζεσταθούν, κατέφευγαν στις
αστριχιές και το
παιχνίδι τους πρόσφερε εκτός από τη χαρά του και λίγο ζέσταμα.
Το όνομά του που θυμίζει σαμόλαδο, το οφείλει στο γεγονός ότι η
πίεση έφερνε αποτέλεσμα, όπως και στο σαμόλαδο.
Παιχνίδια στα
οποία μετρούσε η δύναμη της ομάδας, στα οποία όμως μετρούσε η
έλξη και όχι η πίεση, ήταν η
δύναμ(η), το
κ(ι΄)ρι
κ(ι΄)ρι πλάκα και
το πιρνά πιρνά η μέλισσα.
|